πάροχος

πάροχος
(I)
ό ΜΑ
1. αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στο κάθισμα οχήματος
2. ο παράνυμφος, ο κουμπάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ὄχος «όχημα, άρμα (πρβλ. έπ-οχος)].
————————
(II)
-ον, ΜΑ [παρέχω]
χορηγός, προμηθευτής, δωρητής («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν», Ωριγ.)
αρχ.
1. πρόξενος, εκπρόσωπος πόλης-κράτους
2. (στην αρχ. Ρώμη) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πάροχοι
αυτοί που χορηγούσαν στους περιοδεύοντες δημόσιους λειτουργούς τα απαραίτητα εφόδια
3. αυτός που φιλοξενεί κάποιον περαστικό, κάποιον ταξιδιώτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάροχος — one who sits beside masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Парохос —    • Πάροχος,          см. Matrimonium, Брак, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • παρόχου — πάροχος one who sits beside masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόχους — πάροχος one who sits beside masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόχων — πάροχος one who sits beside masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόχῳ — πάροχος one who sits beside masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροχε — πάροχος one who sits beside masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροχοι — πάροχος one who sits beside masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροχον — πάροχος one who sits beside masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοπάροχος — η, ο (Μ ζωοπάροχος και ζωηπάροχος, ον) αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, ζωοδότης, αναζωογονητής, ζωογόνος νεοελλ. εμψυχωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + παροχος (< παρέχω), πρβλ. δικαιο πάροχος, πλουσιο πάροχος. Το επίρρ. ζωοπαρόχως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”